Σχέδιο διάσωσης των αστικών συγκοινωνιών αναζητεί η διοίκηση του ΟΑΣΑ μετά και την πρόσφατη έγκριση του προϋπολογισμού των ΣΤΑΣΥ, που κάνει λόγο για βουτιά στα οικονομικά τού μέχρι πρότινος κερδοφόρου οργανισμού. Η συνεχώς επιδεινούμενη εικόνα τόσο της συγκοινωνιακής εξυπηρέτησης όσο και των οικονομικών των φορέων καθιστά την «τακτοποίηση» των εταιρειών επιτακτικότερη από ποτέ. Η εκτίναξη της εισιτηριοδιαφυγής, η αδυναμία των ΟΣΥ να δρομολογήσουν επαρκή αριθμό λεωφορείων, τη στιγμή που η τηλεματική ενημερώνει με υπερσύγχρονα μέσα για τις σημαντικές καθυστερήσεις στην άφιξη των οχημάτων, έχουν βυθίσει τις συγκοινωνιακές εταιρείες σε ένα τέλμα από το οποίο επιχειρεί μέσω νέου σχεδιασμού ο ΟΑΣΑ να τις βγάλει.
Με γνώμονα την ενοποίηση των εταιρειών ΟΣΥ (Οδικές Συγκοινωνίες) και ΣΤΑΣΥ (Σταθερές Συγκοινωνίες), με στόχο την εφαρμογή ενιαίων κανόνων, ο ΟΑΣΑ έχει εκπονήσει ένα ακόμη σχέδιο αναδιάρθρωσης των φορέων. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η καταπολέμηση της εισιτηριοδιαφυγής για την οποία υπουργείο Υποδομών και ο ΟΑΣΑ έχουν επιδείξει αξιοσημείωτη αδράνεια. Στα σχέδιά του περιλαμβάνεται ο επανασχεδιασμός του συγκοινωνιακού έργου κυρίως για τα λεωφορεία και η επέκταση της τηλεματικής και στις υπόλοιπες στάσεις.
Η μετατροπή του ΟΑΣΑ σε όμιλο, σε μητροπολιτικό φορέα, αναμένεται να διευκολύνει σε μεγάλο βαθμό τις παρεμβάσεις. Πρόκειται για σκέψεις που έχουν ήδη συζητηθεί από δεκάδες διοικήσεις των αστικών συγκοινωνιών και του υπουργείου Υποδομών στο παρελθόν αλλά ποτέ δεν υλοποιήθηκαν. Στόχος είναι η ενοποίηση των υπηρεσιών, που υπάγονται σήμερα μεμονωμένα σε κάθε οργανισμό, σε κεντρικές μονάδες ώστε να απλοποιηθούν οι διαδικασίες λήψης και εφαρμογής αποφάσεων. Συγκεκριμένα, το σχέδιο δράσης προβλέπει τη δημιουργία μιας διεύθυνσης μάρκετινγκ, μιας πληροφορικής, μιας ελέγχου κομίστρου, μιας προμηθειών και μιας στη διαχείριση ανθρωπίνου δυναμικού. Οι διευθύνσεις αυτές θα καλύπτουν και τις δύο εταιρείες (ΟΣΥ και ΣΤΑΣΥ), ώστε οι αποφάσεις να λαμβάνονται με ενιαίο κεντρικό χαρακτήρα για το σύνολο του ομίλου ΟΑΣΑ.
Παράλληλα, στόχος είναι η δημιουργία ενιαίου Σώματος Ελέγχου Κομίστρου, το οποίο θα ενισχυθεί με 160 άτομα, καθώς το υφιστάμενο προσωπικό δεν επαρκεί. Μετά την κατάργηση των εθελοντών-ελεγκτών, οι οποίοι αποτελούνταν κυρίως από οδηγούς, που διεξήγαγαν ελέγχους εκτός του ωραρίου τους, ο αριθμός των ελεγκτών ανέρχεται για τα λεωφορεία και τα τρόλεϊ σε μόλις 21 άτομα για 274 γραμμές λεωφορείων και τρόλεϊ. Οι νέοι ελεγκτές θα είναι επιφορτισμένοι με τη διενέργεια περισσότερων ελέγχων, οι οποίοι πλέον θα είναι στοχευμένοι. Θα τοποθετηθούν ελεγκτές με μόνιμο χαρακτήρα σε ορισμένα δρομολόγια και σταθμούς και θα ενισχυθεί επίσης το έργο τους ανά χρονικές περιόδους κατά τις οποίες εκτιμάται ότι ενισχύεται το φαινόμενο.
Στο στόχαστρο θα τεθούν τα δρομολόγια με τη μεγαλύτερη επιβατική κίνηση και αυτά που εμφανίζουν τα αυξημένα επίπεδα εισιτηριοδιαφυγής. Επίσης θα ενισχυθεί η παρουσία ελεγκτών σε σταθμούς του μετρό αλλά και υπέργεια, όπου υπάρχουν λεωφορειακές γραμμές που τροφοδοτούν το δίκτυο σταθερών μέσων. Ο προγραμματισμός των ελέγχων θα είναι εβδομαδιαίος και θα επανασχεδιάζεται κάθε εβδομάδα ανάλογα με τις ανάγκες. Μέσα στο 2017 προγραμματίζεται η επιβολή της εισόδου σε λεωφορεία και τρόλεϊ από την μπροστινή πόρτα, μέτρο που εφαρμόζεται σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις και θεωρείται αποτελεσματικό στην αντιμετώπιση της εισιτηριοδιαφυγής.
Ωστόσο, βασικό όπλο καταπολέμησης του φαινομένου, το οποίο έχει λάβει δυσθεώρητες διαστάσεις είναι η πλήρης λειτουργία του συστήματος του ηλεκτρονικού εισιτηρίου. Η πτώση στις πωλήσεις εισιτηρίων έχει σημαντικές επιπτώσεις στα οικονομικά των εταιρειών.
Υπολογίζεται ότι τα έσοδα από πωλήσεις εισιτηρίων μειώθηκαν κατά 20% το διάστημα 2014-2015. Παράλληλα, πτώση κατά 7% σημειώθηκε στις πωλήσεις μηνιαίων καρτών, ενώ διατέθηκαν 46% λιγότερες ετήσιες κάρτες το ίδιο διάστημα.
Παρατηρητήριο
Αξιοποιώντας τα στοιχεία της τηλεματικής και του ηλεκτρονικού εισιτηρίου πρόκειται να δημιουργηθεί Παρατηρητήριο Αστικών Συγκοινωνιών, το οποίο θα αξιολογεί τα συγκοινωνιακά δεδομένα που θα συλλέγει. Θα λαμβάνονται υπόψη οι κυκλοφοριακές συνθήκες, η επιβατική κίνηση, οι μετεπιβιβάσεις, ο αριθμός των εισιτηρίων ανά κατηγορία, οι ώρες αιχμής ώστε να τροποποιείται ο συγκοινωνιακός σχεδιασμός ανάλογα με τις ανάγκες.