Iσως να είναι το «αποπαίδι» της ιδιωτικοποίησης του πάλαι ποτέ κρατικού και ζημιογόνου oμίλου της Ολυμπιακής Αεροπορίας. Η τεχνική βάση, την οποία χρησιμοποιούσαν οι αερογραμμές και ήταν ως πρόσφατα το «σπίτι» της πρώην Olympic Engineering, στέκει άδεια στο Διεθνές Αεροδρόμιο Αθηνών και, όπως φαίνεται, η τύχη της δεν φαίνεται να συγκινεί κανέναν.
Στα τέλη του 2012, όταν ο όμιλος της MIG αποφάσισε τη διακοπή λειτουργίας της Olympic Engineering, προχώρησε στην καταγγελία της Σύμβασης Εταιρικής Βάσης που διέθετε η θυγατρική της με το «Ελ. Βενιζέλος», αξιώνοντας μάλιστα το ποσόν των 43,5 εκατ. ευρώ.
Η διοίκηση του Διεθνούς Αερολιμένα δεν αποδέχθηκε την εκτίμηση της MIG και παρέπεμψε την επίλυση του ζητήματος στο Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο του Λονδίνου.
Στο μεταξύ τον Φεβρουάριο του 2014 η MIG παρέδωσε τον χώρο στον Διεθνή Αερολιμένα, ο οποίος προχώρησε στη συνέχεια στην πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την Τεχνική Βάση, στην οποία όμως η αγορά δεν ανταποκρίθηκε. Ετσι ο διαγωνισμός κατέστη άγονος.
Σύμφωνα με τις οικονομικές καταστάσεις της Athenian Engineering, όπως ονομάζεται πλέον η Olympic Engineering, το ποσό των 43,5 εκατ. ευρώ καθορίστηκε με βάση της εκτίμηση της εμπορικής αξίας της Τεχνικής Βάσης από τον εκτιμητή, American Appraisal. Ωστόσο το «Ελ. Βενιζέλος» αρνήθηκε να καταβάλει αποζημίωση καταγγελίας οιουδήποτε ύψους, καθώς υποστηρίζει ότι η εμπορική αξία του μισθωμένου χώρου είναι αρνητική, όπως αναφέρεται.
Η υπόθεση στη διαιτησία του LCIA
Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, η υπόθεση βρίσκεται σε εξέλιξη στη διαιτησία του Δικαστηρίου Διεθνούς Διαιτησίας του Λονδίνου (LCIA) και στις 5 Μαρτίου 2014 πραγματοποιήθηκε η πρώτη συνεδρίαση. Η MIG προεξοφλεί την επιτυχή έκβαση της υπόθεσης, καθώς εκτιμά ότι δεν θα προκύψουν επιβαρύνσεις για αυτήν, αλλά, αντίθετα, αναμένει και ταμειακή εισροή. Η MIG αναμένει ολοκλήρωση της διαδικασίας ως το πρώτο τρίμηνο του 2015.
Και κάπως έτσι διατηρείται η Athenian Engineering τυπικά στη «ζωή», έως ότου επιλυθούν τα προβλήματα με το «Ελ. Βενιζέλος». Οταν γίνει αυτό, η Γενική Συνέλευση θα προχωρήσει σε λύση και θέση της εταιρείας σε εκκαθάριση.
Η MIG χρεώνει την κακή πορεία της Athenian Engineering στο «ευρύτερο δυσμενές οικονομικό περιβάλλον», το οποίο «υπήρξε καθοριστικό για τη δραματική συρρίκνωση της εταιρείας». Στην τελευταία της φάση η εταιρεία παρείχε υπηρεσίες ελαφράς συντήρησης σε μειωμένο πελατολόγιο, ενώ τον Μάρτιο του 2014 παρέδωσε στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας το Πιστοποιητικό Εγκρισης Φορέα Συντήρησης (Line Maintenance).
Η σύμβαση παραχώρησης ήταν «κληρονομιά» της εξαγοράς της άλλοτε κρατικής Ολυμπιακής. Μάλιστα η Ελληνική Εταιρεία Συντήρησης και Επισκευής Αεροσκαφών, όπως λεγόταν τότε, εξαγοράστηκε σε δύο φάσεις: το 49% στις 30 Απριλίου 2009 (αντί 2,4 εκατ. ευρώ) και το υπόλοιπο 51% στις 30 Σεπτεμβρίου 2009 (αντί 2,5 εκατ. ευρώ).
Στη MIG μεταβιβάστηκαν οι μακροχρόνιες μισθώσεις για τα δύο υπόστεγα συντήρησης, επισκευής και διόρθωσης και οι μισθώσεις των όμορων εγκαταστάσεων. Το Κτίριο 56 αποτιμήθηκε, βάσει της συμφωνίας εξαγοράς του 2009, σε 15 εκατ. ευρώ και το Κτίριο 57 σε 1,6 εκατ. ευρώ.
Η αρχική συμφωνία του 1998 είχε διάρκεια ισχύος ως τις 10 Ιουνίου του 2026, ημερομηνία κατά την οποία λήγει η σύμβαση παραχώρησης του «Ελ. Βενιζέλος». Το ενοίκιο είχε αρχικά καθοριστεί στα 25 γερμανικά μάρκα ανά τετραγωνικό μέτρο, από το οποίο εξαιρέθηκε η έκταση στην οποία κατασκευάστηκε το υπόστεγο συντήρησης αεροσκαφών, ενώ για την πίστα συντήρησης το μίσθωμα ήταν μειωμένο κατά 50%. Το 2009, όταν ιδιωτικοποιήθηκε η Ολυμπιακή, το ενοίκιο ήταν 20,4 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο, ενώ το ετήσιο μίσθωμα έφθασε τα 5 εκατ. ευρώ.
Προϋπολογισμός 25,4 δισ. δραχμών
Το έργο της μετεγκατάστασης της τεχνικής βάσης της κρατικής Ολυμπιακής στα Σπάτα ανατέθηκε τον Οκτώβριο του 1999, την περίοδο που το μάνατζμεντ της εταιρείας είχε η θυγατρική της British Airways, Speedwing.
Ο τότε επικεφαλής της κ. Ροντ Λιντς υπέγραψε τη συμφωνία με την Κοινοπραξία Ελληνική Τεχνοδομική - ΑΚΤΩΡ - ΑΕΓΕΚ. Ο συμβατικός προϋπολογισμός ήταν ύψους 25,4 δισ. δραχμών (περί τα 73 εκατ. ευρώ), όμως ο ανάδοχος πήρε το έργο με έκπτωση στα 22,9 δισ. δραχμές (67 εκατ. ευρώ).
Τελικά λόγω πρόσθετων εργασιών το έργο ολοκληρώθηκε με 24 δισ. δραχμές (71 εκατ. ευρώ), καθώς το βρετανικό μάνατζμεντ είχε δώσει τροποποιητικές εντολές στην κατασκευή, που μάλιστα οδήγησαν την κοινοπραξία να διεκδικήσει οικονομικές αξιώσεις.
Μάλιστα, καθώς οι ρυθμοί κατασκευής δεν ήταν οι αναμενόμενοι, η κατοπινή διοίκηση του κ. Διονύση Καλόφωνου πίεσε και επιτάχυνε τις διαδικασίες. Ετσι το έργο ολοκληρώθηκε πριν από το 2001, η μετεγκατάσταση της τεχνικής βάσης στα Σπάτα έγινε κανονικά και απελευθερώθηκε ο χώρος στο Ελληνικό, ο οποίος παραδόθηκε στον Οργανισμό Αθήνα 2004.