Ένα ταξίδι-εμπειρία ζωής με το μυθικό τρένο που διανύει, ούτε λίγο ούτε πολύ, τη μισή υφήλιο!
Είναι μερικά ταξίδια που τα ευχαριστιέσαι κυρίως την ώρα που τα κάνεις. Είναι και κάποια άλλα που ωριμάζουν μέσα σου με τον καιρό. Ο Υπερσιβηρικός για μένα ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Για τους περισσότερους, βέβαια, αυτό το ταξίδι είτε είναι όνειρο ζωής, είτε κινείται στα όρια του μύθου, είτε φαντάζει «δύσκολο», με πολλή ταλαιπωρία - και άρα είναι απίθανο να το πραγματοποιήσουν. Ωστόσο, παρόλο που πρόκειται για ένα ταξίδι κατά το οποίο διασχίζεις σχεδόν τη μισή υφήλιο, είναι συγχρόνως και από αυτά που μπορεί να κάνει μάλλον... ο καθένας.
Η παραδοσιακή γραμμή του Υπερσιβηρικού ξεκινά από τη Μόσχα και φτάνει μέχρι το Βλαδιβοστόκ. Όμως στο πέρασμα των χρόνων, προστέθηκαν και άλλες μικρότερες γραμμές -αλλά σε καμία περίπτωση λιγότερο ενδιαφέρουσες-, που μεταφέρουν τους ταξιδιώτες στη Μογγολία (Transmongolian Route), στη Μαντζουρία (Transmanchurian Route), στο Αμούρ (Baikal-Amur Mainline) και στα Ουράλια Ορη (Ural line). Η πιο δημοφιλής διαδρομή είναι αυτή που ξεκινά από τη Μόσχα, φτάνει στην Ουλάν Μπατόρ και από εκεί στο Πεκίνο. Είναι πολύ λίγοι οι «τολμηροί» που φτάνουν μέχρι το Βλαδιβοστόκ. Και ακόμα λιγότεροι εκείνοι που κάνουν τη διαδρομή χωρίς ενδιάμεσες στάσεις. Σίγουρα, το ταξίδι αποκτά περισσότερο νόημα όταν έχεις χρόνο να περπατήσεις στους δρόμους και στις γειτονιές των μακρινών τόπων που επισκέπτεσαι, να μπεις στα σπίτια των ντόπιων, να φας μαζί τους, να παζαρέψεις στις αγορές τους.
ΜΕ ΟΡΜΗΤΗΡΙΟ ΤΗ ΜΟΣΧΑ
Σχεδιάσαμε το ταξίδι σχεδόν εξ ολοκλήρου μέσα από το διαδίκτυο και με τη βοήθεια μιας Ρωσίδας φίλης φτάσαμε αεροπορικώς στη Μόσχα, για να ακολουθήσουμε και εμείς την «τουριστική» οδό: Μόσχα - Ουλάν Μπατόρ - Πεκίνο.
Ο αέρας της ρωσικής πρωτεύουσας είναι αέρας πραγματικής μεγαλούπολης. Μεγάλοι δρόμοι, επιβλητικά κτίρια, καταπράσινα πάρκα, τεράστια μουσεία. Οι Μοσχοβίτισσες, πρωτευουσιάνες γαρ, είναι κούκλες, πανύψηλες και πολύ περιποιημένες. Τα ψηλά τακούνια είναι must, είτε πας στη λαϊκή είτε βγεις σε club το βράδυ. Αντίθετα, οι άντρες φαίνονται περισσότερο «παραμελημένοι». Πολλές φορές δίνουν την εντύπωση ότι είναι πιωμένοι (και δυστυχώς το τελευταίο δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα). Ωστόσο, διακατέχονται από μια ήρεμη δύναμη. Είναι επιφυλακτικοί. Δεν σε κοιτούν στα μάτια. Είναι κλειστός λαός. Αρκεί μάλλον να τους δώσεις χρόνο (και μερικά ποτηράκια βότκα) για να σπάσει ο πάγος! Πολύ λίγοι μιλούν Αγγλικά και αυτό κάνει ιδιαίτερα δύσκολες τις συνεννοήσεις. Ευτυχώς, η γλώσσα του σώματος σώζει καταστάσεις.
Ξεκινάμε τις βόλτες μας στην πόλη. Μας κάνει εντύπωση το ότι οι περισσότεροι τουρίστες στη Μόσχα είναι Ρώσοι και ότι το αγαπημένο τους «σπορ» είναι οι φωτογραφίες! Το πιο περίεργο πάντως δεν είναι ότι φωτογραφίζουν λες και είναι Γιαπωνέζοι, αλλά ο τρόπος με τον οποίο ποζάρουν οι γυναίκες. Σαν να πρόκειται να στείλουν τη φωτογραφία σε επίδοξους γαμπρούς ή να μπουν στο επόμενο τεύχος της Vogue!
Στο Κρεμλίνο οι χρυσαφένιοι τρούλοι των εκκλησιών λαμποκοπούν στον ήλιο. Στην Κόκκινη Πλατεία αισθάνεσαι ότι έχεις μεταφερθεί σε σκηνικό παραμυθιού. Ο πολύχρωμος Άγιος Βασίλης λες και θέλει να «βγάλει τη γλώσσα» στα επιβλητικά κτίρια της πόλης και στον συννεφιασμένο ουρανό. Να «νικήσει» τη μουντάδα, το χειμώνα, τη μονοχρωμία του χιονιού. Σαν καραμελόσπιτο ορθώνεται στον ουρανό. Από δίπλα, το μαυσωλείο του Λένιν κρατάει τις πάλαι ποτέ ισορροπίες.
Το μετρό της Μόσχας είναι από μόνο του αξιοθέατο. «Κατεβαίνει» βαθιά μέσα στη γη. Δαιδαλώδες, πολυτελές, πολύβουο, αλλά καθαρό. Η αίσθηση πλούτου και περασμένων μεγαλείων δημιουργεί έντονη αντίθεση με το κουρασμένο πλήθος που ανεβοκατεβαίνει στις κυλιόμενες σκάλες. Μέσα σε ειδικά κουβούκλια, βαριεστημένες Μοσχοβίτισσες - δημόσιοι υπάλληλοι ελέγχουν την κίνηση των κυλιόμενων μέσα από οθόνες τηλεόρασης (αν δεν έχουν παραδοθεί στην αγκαλιά του Μορφέα…)
Η βελόνα της μουσικής είναι λες και έχει κολλήσει στα '80s στη ρωσική πρωτεύουσα. Samantha Fox, Bon Jovi και τα σχετικά, τα ακούς παντού: στα λεωφορεία, τα μαγαζιά, τα κλαμπ. Και στον πεζόδρομο Arbat ερασιτεχνικές μπάντες παίζουν ροκιές.
Όσο για το ρωσικό φαγητό, είναι ένα κεφάλαιο από μόνο του. Πιλμένι με σμέτανα, κρεατόσουπες και λαχανόσουπες, μορς για ποτό. Παρεμπιπτόντως, το καλύτερο πιροσκί το φάγαμε στο μετρό, σε ένα από τα δεκάδες μαγαζάκια-φούρνους. Μη διστάσετε να αγοράσετε ένα!
ΕΠΙΒΙΒΑΣΗ ΣΤΟ ΤΡΕΝΟ
Μετά από δύο μέρες στη Μόσχα, έχει φτάσει η ώρα να ξεκινήσουμε το ταξίδι μας με το τρένο. Πρώτη διαδρομή: Μόσχα - Εκατερίνεμπουργκ. Η αμαξοστοιχία είναι καινούργια. Καθαρά σεντόνια, ζεστό νερό από το σαμοβάρι, με το οποίο είναι εφοδιασμένα όλα τα βαγόνια, ντιζαϊνάτο (για τα δεδομένα και το γούστο των Ρώσων) εστιατόριο. Έχουμε την αίσθηση ότι ο Υπερσιβηρικός προσπαθεί να εκσυγχρονιστεί, μαζί με την υπόλοιπη Ρωσία. Όμως ο κόσμος στα βαγόνια και στις πλατφόρμες των σταθμών σε προσγειώνει στην πραγματικότητα. Τα ρούχα, οι «κομμώσεις», τα μαντίλια των μεγαλύτερων γυναικών, οι μυρωδιές· όλα θυμίζουν το παλιό καθεστώς. Η provodnitsa, η «οικονόμος» του βαγονιού, μας υποδέχεται στο βαγόνι, τσεκάρει τα εισιτήριά μας και το ταξίδι ξεκινά.
Οι ώρες στο τρένο είναι από τις πιο ξεκούραστες του ταξιδιού. Δεν έχεις να ανησυχείς για τίποτα. Έχεις τα βιβλία σου, τη μουσική σου, την παρέα σου, το φαγητό σου, το ζεστό σου νερό. Και το τρένο «καταπίνει» τα χιλιόμετρα περνώντας μέσα από στέπες, τούνδρες, πόλεις και χωριά. Και εσύ παρακολουθείς τη διαδρομή από το μεγάλο παράθυρο, σαν ταινία.
Το φαγητό στα τρένα που διασχίζουν τη Ρωσία, τη Μογγολία και την Κίνα δεν είναι τίποτα το ιδιαίτερο. Αν έχετε στο μυαλό σας καταστάσεις Orient Express, καλό είναι να τις ξεχάσετε. Τα βαγόνια των εστιατορίων είναι συνήθως γεμάτα μεθυσμένους Ρώσους ή τουρίστες που πίνουν μπίρες και προσπαθούν να γνωριστούν με τους συνταξιδιώτες τους. Οι νέες γνωριμίες γίνονται κυρίως σε αυτό το βαγόνι, οπότε είναι και το αγαπημένο των μοναχικών ταξιδιωτών. Η επικοινωνία με τους αυτόχθονες είναι πάντα ένα πρόβλημα, αλλά με το χαμόγελο -και ενίοτε και με λίγα ρούβλια παραπάνω- όλα είναι δυνατά. Ή σχεδόν όλα.
ΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΕΚΑΤΕΡΙΝΕΜΠΟΥΡΓΚ
Πέφτουμε πάνω σε εθνική γιορτή. Οι δρόμοι πλημμυρισμένοι από κόσμο. Δεν έχει πέσει καλά-καλά η νύχτα και μικροί-μεγάλοι είναι σε κατάσταση ευθυμίας! Απόδειξη, τα άδεια μπουκάλια της βότκας και τα κουτάκια από μπίρες που είναι πεταμένα παντού.
Το επόμενο τρένο που θα πρέπει να πάρουμε φεύγει πολύ νωρίς το πρωί, οπότε για να περάσει η ώρα πηγαίνουμε σε ένα από τα μοδάτα clubs της πόλης. Εδώ μας περιμένει μια άλλη έκπληξη: ο χορός των γυναικών! Χορεύουν προκλητικά, λικνίζονται μεταξύ τους σαν να πρωταγωνιστούν σε βιντεοκλίπ του MTV και το αντρικό κοινό παρακολουθεί μετά... μανίας!
...ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΜΕ
Η αμαξοστοιχία που θα μας πάει μέχρι το Ιρκούτσκ είναι παλιά. Επιβιβαζόμαστε μέσα στα άγρια χαράματα και έτσι ξυπνάμε αναπόφευκτα τους άλλους επιβάτες, με τους οποίους θα μοιραστούμε την κουκέτα μας. Όλοι σηκωνόμαστε αργά το επόμενο πρωί και συναντιόμαστε στο διάδρομο. Είναι λες και είμαστε σε φοιτητική εστία. Γνωριζόμαστε σιγά-σιγά με τον κόσμο στο βαγόνι μας. Θα είμαστε μαζί τους για δυόμισι μέρες. Οι περισσότεροι είναι τουρίστες. Από την Ισπανία, το Βέλγιο, τον Καναδά, την Αγγλία κ.α.
Το τοπίο έξω δεν έχει αλλάξει και πολύ. Ατελείωτα δάση με σημύδες (γνωστά και ως τάιγκα), φτωχές ξύλινες ντάτσες (εξοχικές κατοικίες) στη μέση του πουθενά, αχανή λιβάδια, λιγοστές καλλιεργήσιμες εκτάσεις, μεγάλες γυναίκες με μαντίλια στα μαλλιά να σκάβουν τη γη και παρατημένα Lada στους χωματόδρομους. Στις πλατφόρμες των σταθμών όπου σταματά το τρένο, μας περιμένουν μικροπραματευτές. Παιδιά και γυναίκες πωλούν σε αυτοσχέδιους πάγκους αναψυκτικά, σοκολάτες, παγωτά, παστά ψάρια, υφάσματα, φωτιστικά, βατόμουρα σε μικρά πλαστικά κεσεδάκια. Ψωνίζουν κυρίως οι Ρώσοι, αλλά και κάποιοι τουρίστες από περιέργεια. Μετά από μερικές ώρες μετανιώνουμε που δεν ακολουθήσαμε το παράδειγμά τους. Το φαγητό -που έχουμε προπληρώσει σε αυτό το τρένο- δεν είναι ακριβώς αυτό που κάποιος θα έλεγε γκουρμέ. Για πρωινό, μεσημεριανό και βραδινό τρώμε εναλλάξ κρέας, κοτόπουλο και ψάρι, συνοδευμένο με ρύζι ή ζυμαρικά. Το ίδιο ακριβώς μενού για δυόμισι μέρες!
ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ ΒΑΪΚΑΛΗΣ
Το Ιρκούτσκ είναι ένας μεταβατικός σταθμός στο ταξίδι μας. Από εκεί θα πάμε στο νησί Ολχόν (Olkhon), που βρίσκεται στη μέση της Βαϊκάλης. Από το σταθμό του τρένου μάς παραλαμβάνει η ξεναγός μας, η 23χρονη Νάντια, με σπουδές στην Αμερική, πρόσχαρη, εξυπηρετική, πρόθυμη να απαντήσει σε όλες μας τις ερωτήσεις, με τις οποίες την βομβαρδίζουμε.
Το Ιρκούτσκ δεν έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Έχουμε ωστόσο μπει στην ενδοχώρα της Ρωσίας και τα χαρακτηριστικά των προσώπων αλλάζουν πολύ. Εδώ οι κάτοικοι μοιάζουν περισσότερο με τους Μογγόλους. Έχουν πιο σκούρο χρώμα και σχιστά μάτια.
Η διαδρομή από το Ιρκούτσκ μέχρι το μικρό λιμάνι απ' όπου θα περάσουμε στο νησί Ολχόν αποδεικνύεται μαγευτική. Η φύση γύρω μας είναι παρθένα. Μόνο ο δρόμος και τα αυτοκίνητα υπάρχουν για να μας θυμίζουν ότι εδώ έχει πατήσει το πόδι του ο άνθρωπος. Μετά από έξι ώρες διαδρομής περνάμε με το φεριμπότ στο νησί. Ή, πιο σωστά, στον «παράδεισο». Καταπράσινα, απέραντα λιβάδια και δάση, ψηλοί και απότομοι γκρεμοί, αλλά και αμμουδερές παραλίες. Όλα είναι τόσο γαλήνια. Ελάχιστα σπίτια και άνθρωποι. Ο ηλεκτρισμός έχει φτάσει στον τόπο αυτό μόλις πριν από τέσσερα - πέντε χρόνια. Άλογα και αγελάδες βόσκουν ελεύθερα. Τοπίο μαγευτικό. Βοηθά σε αυτό, βέβαια, και ο καταγάλανος ουρανός. Απόλυτη ηρεμία. Και μπροστά μας να απλώνεται αυτή η λίμνη που μοιάζει με θάλασσα. Και που, όπως μας λένε οι ντόπιοι και η ξεναγός, το χειμώνα είναι εντελώς παγωμένη. Η Βαϊκάλη είναι η βαθύτερη και παλαιότερη λίμνη στον κόσμο, καθώς επίσης και η λίμνη με τον μεγαλύτερο όγκο γλυκού νερού. Περιέχει πάνω από το ένα πέμπτο του γλυκού νερού παγκοσμίως και περισσότερο από το 90% του γλυκού νερού της Ρωσίας. Η έκτασή της είναι 31.468 τ.χλμ., έχει μήκος 654 χλμ., πλάτος 74 χλμ. και μέγιστο βάθος 1.680 μ. Δέχεται τα νερά περίπου 300 ποταμών, ενώ στο εσωτερικό της υπάρχουν 22 νησιά. Το μεγαλύτερο από αυτά είναι το Ολχόν.
Μένουμε σε ξύλινα παραδοσιακά σπίτια, στον οικισμό Κουζίρ (Khuzir). Οι τουρίστες κυκλοφορούν στο νησί με κάτι περίεργα βανάκια, όλα σε χρώμα χακί που, όπως μαθαίνουμε αργότερα, τα χρησιμοποιούσαν στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο για ασθενοφόρα. Εννοείται πως άσφαλτος δεν υπάρχει πουθενά και τα μικρά βαν αγκομαχούν στους χωμάτινους, γεμάτους λακκούβες, δρόμους. Αν έχετε πρόβλημα με τη μέση σας, καλύτερα να κάνετε τις διαδρομές πεζή.
Μαθαίνουμε για τους ντόπιους, που ανήκουν στη φυλή Μπουριάτ (Bouriat), και για τους Σαμάνους, που πιστεύουν ότι το μέρος είναι ενεργειακό και κατοικούν εδώ και πολλά χρόνια στο νησί. Έχουν, μάλιστα, χτίσει και μοναστήρι και συχνά-πυκνά βλέπεις κρεμασμένα στα δέντρα τα πολύχρωμα τάματά τους. Ελλείψει καταγεγραμμένης ιστορίας, το κάθε λοφάκι στο νησί συνοδεύεται από τον δικό του μύθο. «Αν κάτσεις σε αυτή την πέτρα, θα γίνεις πλούσιος, αν περάσεις κάτω από αυτό το δέντρο, θα ευτυχήσεις, αν σκαρφαλώσεις σε εκείνο το βράχο, το πρώτο σου παιδί θα είναι αγόρι…» Και όλα αυτά με το αντίστοιχο αντίτιμο, το οποίο πρέπει να πετάξεις στο έδαφος, αφού κάνεις την ευχή σου (εσύ, βέβαια, που πετάς τα κέρματα μπορεί να μη γίνεις ποτέ πλούσιος, αλλά θα γίνει σίγουρα αυτός που περνάει μετά και τα μαζεύει!).
Πολλοί Ρώσοι έρχονται στο νησί για τις καλοκαιρινές τους διακοπές -όπως και στις απέναντι ακτές της Βαϊκάλης-, ενώ δεν είναι λίγοι αυτοί που κατασκηνώνουν στις παραλίες. Ακούγεται μάλλον σουρεαλιστικό, αλλά είμαστε στη Σιβηρία και υπάρχει κόσμος που κάνει ελεύθερο κάμπινγκ στην παραλία! Υπάρχει όμως και ένας τολμηρός από τη δική μας παρέα που κάνει τη βουτιά του στη Βαϊκάλη. Οι υπόλοιποι, το πολύ μέχρι το γόνατο.
Και κάπου εκεί στη μέση του πουθενά, στην κορυφή ενός λόφου, βλέπουμε ένα κάτασπρο ορθόδοξο εκκλησάκι με μπλε τρούλο. Από μέσα ακούγονται ελληνικοί ύμνοι. Λίγο αργότερα μας προσεγγίζει ο Σεργκέι, ο ιερέας της εκκλησίας, και μας συστήνεται σε άπταιστα Ελληνικά! Μετά το πέρασμά του από το Άγιον Όρος, αποφάσισε να εγκατασταθεί μόνιμα στο Ολχόν με την οικογένειά του και να χτίσει την πρώτη και μοναδική ελληνορθόδοξη εκκλησία στο νησί.
Το βράδυ αποφασίζουμε να ακολουθήσουμε το παραδοσιακό τυπικό και να κάνουμε ρωσικά μπάνια (banya). Πρόκειται για τη γνωστή μας σάουνα, με την εναλλαγή ζεστού ατμού και κρύου νερού.
ΑΝΑΚΑΛΥΠΤΟΝΤΑΣ ΤΗ ΜΟΓΓΟΛΙΑ
Μετά από τρεις ξεκούραστες μέρες στο νησί, επιστρέφουμε στο Ιρκούτσκ, απ' όπου θα πάρουμε τον Transmogolian για τη μικρή ρωσική πόλη Ούλαν Ούντε (Ulan Ude). Και από εκεί, μετά από περίπου 12 ώρες στο λεωφορείο, θα φτάσουμε στην Ουλάν Μπατόρ, την πρωτεύουσα της Μογγολίας.
To ταξίδι είναι αρκετά κουραστικό. Είμαστε όλοι εξαντλημένοι και προσπαθούμε απεγνωσμένα να κοιμηθούμε. Δύσκολο, ωστόσο, γιατί σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής με το λεωφορείο, στο βίντεο παίζει στη διαπασών μογγολικός κινηματογράφος της επιλογής του οδηγού (τουτέστιν κινεζικές και μογγολικές πολεμικές ταινίες, με τύπους που βγάζουν άναρθρες κραυγές…). Το θέμα είναι ότι κανείς εγχώριος επιβάτης δεν φαίνεται να ενοχλείται, οπότε κάνουμε υπομονή.
Παρατηρώ τους Μογγόλους γύρω μου. Είναι όμορφοι· άντρες και γυναίκες. Έχουν σκούρο δέρμα, ελαφρώς σχιστά μάτια και μιλούν πολύ καλύτερα Αγγλικά από τους Ρώσους.
Με το που φτάνουμε όμως στην Ουλάν Μπατόρ, συνειδητοποιούμε ότι αυτή η χώρα είναι τουλάχιστον πενήντα χρόνια πίσω από την Ευρώπη. Η πρωτεύουσα είναι χαοτική, «σπαρμένη» άναρχα με σοβιετικού τύπου κτίρια, μηδέν πράσινο. Στους δρόμους, στις στάσεις των λεωφορείων, παντού βλέπεις ταλαιπωρημένα πρόσωπα. Και πολλή φτώχεια. Το δε υπερπολυτελές ξενοδοχείο όπου μένουμε μοιάζει παράταιρο σε αυτό το σκηνικό. Και μας κάνει να νιώθουμε άβολα.
Ο καιρός είναι βροχερός και στον ήδη γκρι από το νέφος ουρανό προστίθενται τα βαριά σύννεφα. Η ατμόσφαιρα είναι πνιγηρή, τα πεζοδρόμια βρώμικα και λασπωμένα. Πλάνα ανοικοδόμησης παντού. Αν συνεχίσουν με αυτούς τους ρυθμούς, η φυσιογνωμία της πόλης θα έχει αλλάξει ολοκληρωτικά τα επόμενα χρόνια. Στη θέση των σκηνών που μπορεί να διακρίνει κανείς στις παρυφές της πόλης θα χτιστούν εμπορικά κέντρα και τεράστιες πολυκατοικίες.
Διανυκτερεύουμε στην πρωτεύουσα και την επομένη κιόλας το πρωί ξεκινάμε για το camp, στο οποίο θα μείνουμε για τρεις μέρες. Κάνουμε μια στάση σε ένα σούπερ μάρκετ για τα «απαραίτητα». Μας κάνει εντύπωση ότι σχεδόν όλα τα προϊόντα στα ράφια είναι εισαγόμενα. Τίποτα μογγολικό. Όλα κινεζικά ή ρωσικά.
Η ύπαιθρος ξεκινά σχεδόν με το που αφήνουμε πίσω μας την πρωτεύουσα. Απέραντα λιβάδια και ζώα που βόσκουν. Θα μείνουμε στις παραδοσιακές κυκλικές τέντες (gers) όπου μένουν οι νομάδες - προσαρμοσμένες, βεβαίως, στις «ανάγκες» των τουριστών. Ο εξοπλισμός της σκηνής αποτελείται από πολύχρωμα ξύλινα έπιπλα και μία σόμπα στο κέντρο, την οποία έρχονται και ανάβουν τα ξημερώματα, γιατί οι αυξομειώσεις της θερμοκρασίας είναι μεγάλες μέσα στην ημέρα.
Το προσωπικό της κατασκήνωσης μας υποδέχεται χαμογελαστό. Από τη διαδρομή κιόλας μας κάνει ιδιαίτερη εντύπωση το πόσο οι Μογγόλοι αγαπούν τη χώρα τους, τιμούν τους προγόνους τους και τη γη τους. Είναι εθνικά υπερήφανοι, έχουν καθαρό βλέμμα και είναι πάντα πρόθυμοι να βοηθήσουν.
Οι ρυθμοί στο camp είναι απολύτως χαλαροί. Αγναντεύουμε τον ορίζοντα και το απέραντο γαλάζιο του ουρανού. Άγρια άλογα που βόσκουν αμέριμνα, κυριολεκτικά έξω από την πόρτα της σκηνής μας! Κατά τη διάρκεια της ημέρας διαβάζουμε τα βιβλία μας αραχτοί στον ήλιο, κάνουμε ιππασία, τοξοβολία, επισκεπτόμαστε σπίτια νομάδων της περιοχής, παίζουμε παραδοσιακά επιτραπέζια μογγολικά παιχνίδια με κόκαλα ζώων(!). Το βράδυ ανάβουμε φωτιές και μετράμε τα χιλιάδες αστέρια στον ουρανό, κάνουμε παρέα με τους υπόλοιπους τουρίστες - γιατί η αλήθεια είναι ότι όλες αυτές οι κατασκηνώσεις είναι φτιαγμένες ειδικά για τους τουρίστες. Εξάλλου, ο τουρισμός είναι μία από τις βασικές πηγές εσόδων και της Μογγολίας.
Η μεγαλύτερη έκπληξη, ωστόσο, είναι το φαγητό. Ο μάγειρας του camp είναι Ινδός (ο έρωτας, μαθαίνουμε, τον έφερε στη Μογγολία) και ξέρει καλά τη δουλειά του. Τρώμε, μετά από καιρό, ένα πραγματικά λουκούλλειο γεύμα. Η τοπική κουζίνα, απ' ό,τι έχουμε καταλάβει, δεν έχει και πολλά να επιδείξει: γαλακτομικά, κρέας, βρασμένο ή ψητό, και κάποια λαχανικά.
Το τελευταίο πρωί ξυπνάμε από το θόρυβο της βροχής. Έχουν ανοίξει οι ουρανοί. Η σκηνή δεν είναι και τόσο στεγανή όσο νομίζαμε και η υγρασία μάς περονιάζει τα κόκαλα. Το τοπίο χωρίς ήλιο είναι πολύ διαφορετικό.
ΜΠΑΙΝΟΥΜΕ ΣΤΟ ΠΕΚΙΝΟ!
Επιστρέφουμε στην Ουλάν Μπατόρ. Μπαίνουμε στο τελευταίο κομμάτι του ταξιδιού με το τρένο. Ο δρόμος για το Πεκίνο, μέσα από την απέραντη μογγολική στέπα και τα απομονωμένα χωριά, έχει την αναμενόμενη ταλαιπωρία, πολλή γραφειοκρατεία και ακόμα περισσότερες ώρες αναμονής στα σύνορα για το τσεκάρισμα των διαβατηρίων. Οι Κινέζοι προσπαθούν με «τυμπανοκρουσίες» πολιτισμού να σε κάνουν να πιστέψεις ότι μπαίνεις σε μια δυτική χώρα.
Μετά από περίπου 15 ώρες προσεγγίζουμε το Πεκίνο. Μια γλυκιά μελαγχολία μάς κυριεύει, επειδή το ταξίδι τελειώνει. Μαζεύουμε τα πράγματά μας από τις κουκέτες, πίνουμε το τελευταίο ζεστό τσάι από το σαμοβάρι και με καρφωμένα τα μάτια στα παράθυρα ατενίζουμε το τοπίο, έχοντας στα αυτιά μας για λίγο ακόμα τους ήχους του τρένου. Μπαίνουμε στο Πεκίνο!
Fast info
Δρομολόγια και εισιτήρια:
www.transsiberianexpress.net
Βίζες: Χρειάζονται και για τις 3 χώρες - Ρωσία, Μογγολία, Κίνα.
Διαμονή:
www.hostelworld.com
Καιρός: Η καλύτερη εποχή γι' αυτό το ταξίδι είναι τους καλοκαιρινούς μήνες, κατά τους οποίους οι θερμοκρασίες είναι περισσότερο υποφερτές.
Κόστος: 3.000 ευρώ για ένα μήνα